αναρρόφηση

αναρρόφηση
η
το ρούφηγμα προς τα πάνω: Η αντλία είχε χαλάσει και δεν έκανε αναρρόφηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναρρόφηση — Η αφαίρεση από διάφορους ιστούς ή κοιλότητες του σώματος υγρών τα οποία συγκεντρώθηκαν εκεί από φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. Η α. γίνεται με τη βοήθεια λεπτών σωληνώσεων και μιας αναρροφητικής αντλίας προσαρμοσμένης στην έξοδο. Χρησιμοποιείται …   Dictionary of Greek

  • αναρροφητικός — ή, ό ο κατάλληλος για αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρόφηση ( ις). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833) ως επίθετο του ουσ. μηχανή] …   Dictionary of Greek

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αναμύζηση — η η εκ νέου μύζηση, απομύζηση, αναρρόφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμυζώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873] …   Dictionary of Greek

  • αναρροίβδησις — ἀναρροίβδησις, η (Α) αναρρόφηση, φορά του ρεύματος προς τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… …   Dictionary of Greek

  • βιοψία — Η λήψη μικρών κομματιών ιστών από ζωντανούς οργανισμούς για διαγνωστική ιστολογική εξέταση. Η λήψηαυτή γίνεται κατόπιν χειρουργικής τομής του υπό εξέτασηιστού ή με παρακέντηση και αναρρόφηση. Η εκλογή της μεθόδου εξαρτάται από τη φύση και τη θέση …   Dictionary of Greek

  • βρογχοσκόπηση — Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”